εὐδαιμονικοί

εὐδαιμονικοί
εὐδαιμονικός
tending
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ευδαιμονικός — ή, ό (Α εὐδαιμονικός, ή, όν) [ευδαίμων] 1. αυτός που τείνει ή οδηγεί στην ευδαιμονία («ἐνέργεια εὐδαιμονικωτάτη», Αριστοτ.) 2. (για πρόσωπα) αυτός που επιζητεί την ευδαιμονία του 3. το αρσ. ως ουσ. οι ευδαιμονικοί οι οπαδοί τού φιλοσοφικού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”